Σάββατο 21 Μαΐου 2016

ΟΛΟΙ ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.



ΠΟΤΕ ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ , ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ, ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ, ΕΚΑΝΑΝ ΕΛΕΓΧΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ;

Γράφει : Αργύριος Μαρινάκης

3. ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ Τα δικαστήρια δικαιούνται και οφείλουν να εξετάζουν τη συνταγµατικότητα των νόµων .Αυτή η αρµοδιότητα των δικαστηρίων θεµελιώνεται από την ιεραρχία των κανόνων δικαίου της καθιερωµένης έννοµης τάξης .∆εδοµένου λοιπόν ότι το Σύνταγµα βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας της έννοµης τάξης ο δικαστής οφείλει να εφαρµόζει ,κατά πρώτο λόγο ,τον υπέρτατο νόµο ,το Σύνταγµα ,παραµερίζοντας οποιονδήποτε άλλο αντιτιθέµενο προς αυτό νόµο .Αυτό σηµαίνει πως νόµος αντιτιθέµενος προς το Σύνταγµα είναι ανίσχυρος18 . Το άρθρο 93 § 4 του Συντάγµατος ορίζει : <<Τα δικαστήρια υποχρεούνται να µην εφαρµόζουν νόµο που το περιεχόµενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγµα >> .Η διάταξη αυτή µεταβάλλει σε συνταγµατικό κανόνα το συµλπηρωτικό του Σύντάγµατος έθιµο που είχε διαµορφωθεί υπό τα παλαιότερα Συντάγµατα και δεν παρουσιάζει ουσιαστική διαφορά από την ερµηνευτική δήλωση που απαντούσε υπό το άρθρο 5 του Συντάγµατος του 1927. Ο κατά το άρθρο 93 § 4 έλεγχος της συνταγµατικότητας από τα δικαστήρια ασκείται πάντοτε µε την ευκαιρία της εκδίκασης κάποιας υπόθεσης,κατά τη συζήτηση της οποίας ανακύπτει το θέµα της συµφωνίας ή όχι προς το Σύνταγµα των διατάξεων που πρέπει να εφαρµοστούν στη συγκεκριµένη υπόθεση .Ο έλεγχος µπορεί να ασκηθεί είτε µετά από προβολή σχετικής ένστασης από τους διαδίκους ,είτε και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο,αφού τα δικαστηρία είναι από το Σύνταγµα υποχρεωµένα να µην εφαρµόζουν τις αντισυνταγµατικές διατάξεις .Εξ άλλου ,τον έλεγχο της συνταγµατικότητας υποχρεώνονται να ασκήσουν όλα τα δικαστήρια από τα κατώτατα µέχρι τα ανώτατα ,άσχετα µε το αν είναι τακτικά ,ειδικά ή εξαιρετικά ,επειδή είναι γενικότατη η διατύπωση της σχετικής συνταγµατικής διάταξης .Ο χαρακτηρισµός από δικαστήριο µιας διάταξης σαν αντισυνταγµατικής δεν επιφέρει την ακύρωση της ,αλλά µόνο τη µη εφαρµογή της στη συγκεκριµένη περίπτωση που τέθηκε υπό δικαστική κρίση .Άλλωστε ,δεν είναι δυνατόν να προσβληθεί κατ’ευθείαν µια διάταξη σαν αντισυνταγµατική στα δικαστήρια,αλλά το θέµα της συνταγµατικότητας ή µη ανακύπτει και ερευνάται µε αφορµή συγκεκριµένη υπόθεση . 18 Άρθρο 100 §4 Συντ. : <<∆ιάταξη νόµου που κηρύσσεται αντισυνταγµατική ,είναι ανίσχυρη από τη δηµοσίευση της σχετικής απόφασης ή από το χρόνο που ορίζεται µε την απόφαση >> .

Ο νοµικός κανόνας εξ ορισµού είναι πάντοτε έγκυρος και ισχύει,ειδάλλως δεν είναι καν νοµικός κανόνας ,οπότε και ,κατά συνέπεια,τυγχάνει ανίσχυρος .Το ανίσχυρο αντικείµενης προς το Σύνταγµα νοµικής διάταξης είναι δυνατόν να οφείλεται είτε στο ανυπόστατο είτε στο άκυρο της διάταξης αυτής .Από ‘αποψη παραγωγής εννόµων αποτελεσµάτων δεν υφίσταται ,κατ’αρχήν ,διάκριση µεταξύ ανυπόστατου και άκυρου νοµικής διάταξης :είναι εξ ίσου ανίσχυροι .∆ιότι και στις δύο περιπτώσεις η νοµική διάταξη στερείται ,ab initio ,ιδιότητας και ισχύς κρατικής θέλησης .Κατά συνέπεια δεν παράγει έννοµο αποτέλεσµα ,άρα δεν παράγει ούτε δίκαιο ούτε τροποποιεί ή καταργεί το υπάρχον.Εποµένως ,τόσο η ανυπόστατη όσο και η άκυρη νοµική διάταξη δεν απαιτούν συµµόρφωση και καθένας έχει το δικαίωµα να µην την εφαρµόσει .Συνεπώς , νοµική διάταξη ,της οποίας το περιεχόµενο αντίκειται στο Σύνταγµα ,είναι ανίσχυρη ,διότι είναι άκυρη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου